Αναζητώντας το ιδανικό ταίρι

Αγαπάω σημαίνει ακούω μαζί με τον άλλο τη μουσική της ψυχής

Όλοι αναζητάμε τον έρωτα. Είναι ίσως η πιο βαθιά και έντονη  εμπειρία που μας δίνει η ζωή. Και αν ακόμα διατηρεί το προνόμιο να μας στέλνει “στον έβδομο ουρανό”, ο έρωτας μπορεί επίσης να μας ρίχνει στα βάθη της αβύσσου, όπου έλλειψη κατανόησης, σιωπές και ασυμφωνίες «ξυπνούν» στη σωματική και συναισθηματική μας μνήμη επώδυνα συναισθήματα.    Για να αποκοπούμε από τον πόνο ή να πάρουμε αποστάσεις, μεταχειριζόμαστε όλων των ειδών τα τεχνάσματα αντιπερισπασμού και φυγής.

Κι αν επιχειρούσαμε να κατανοήσουμε πώς ακριβώς λειτουργούν οι φιλοδοξίες και οι προσδοκίες μας; 
Στην επιλογή συντρόφου, θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τους μαιάνδρους του ασυνειδήτου μας, αφού η ύπαρξη αυτών ακριβώς των σημείων αναφοράς του ασυνειδήτου εξηγεί τις τόσες απογοητεύσεις. «Μέσα στο ζευγάρι, αναφέρει ο Sylvain Mimoun*, είμαστε τουλάχιστον πέντε: εσύ, εγώ, η σχέση μας, ο μπαμπάς και η μαμά».   
Όντως «χτίζουμε» αυτή τη σχέση έχοντας ως σημείο αναφοράς το παρελθόν, την προσωπική μας ιστορία. Το ζευγάρι γίνεται ο τόπος όπου ξαναπαίζονται, ερήμην μας, ανολοκλήρωτες σκηνές της παιδικής μας ηλικίας. Ορισμένοι φέρουν το βάρος συναισθηματικών στερήσεων που δεν μπόρεσαν να αναπληρωθούν: έλλειψη προσοχής, τρυφερότητας, λέξεων, βλεμμάτων, οτιδήποτε δυναμώνει την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας  και στους άλλους, οτιδήποτε δομεί και σταθεροποιεί την εσωτερική μας ασφάλεια.
Φυσικά και είμαστε πάντα σε αναζήτηση ενός στοργικού βλέμματος. Κατά μείζονα λόγο, αν αυτό το βλέμμα ήταν στο παρελθόν ανεπαρκές, θα επιδιώξουμε να βρούμε τον «ιδανικό» σύντροφο, εκείνον που πιστεύουμε ότι κατά πάσα πιθανότητα θα ανταποκριθεί στα ελλείμματά μας.  Δυστυχώς όμως δε θα μπορέσει ποτέ να ανταποκριθεί στις προσδοκίες μας, εφόσον του ζητάμε να καλύψει το απέραντο χάσμα όλων των στερήσεών μας.

Συγχωνευτικός ή μοναχικός;
Κάποια παιδιά μεγαλώνουν δίπλα σε γονείς ελάχιστα στοργικούς ή όχι αρκετά διαθέσιμους. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να  αισθάνονται μια συνεχή ανάγκη για επαφή, μια ακόρεστη επιθυμία για συγχώνευση με τον Άλλο, για να νιώσουν ασφάλεια. Από φόβο μήπως τους εγκαταλείψουν, θα έχουν την τάση να βάζουν τον εαυτό τους σε δεύτερη μοίρα, να θυσιάζονται, με κίνδυνο να παίζουν τον ρόλο του αιώνιου θύματος.
Άλλοι πάλι, για να προστατευτούν από μια ασφυκτική σχέση της παιδικής τους ηλικίας (υπερπροστατευτική, αγχώδης, «καταβροχθιστική» μητέρα)  θα έχουν την ανάγκη να διατηρήσουν μεγάλη απόσταση, έτσι ώστε να διαφυλάξουν τον ζωτικό τους χώρο. Αποκομμένοι συχνά από τις αισθήσεις και το σώμα τους, θα ριχτούν στη δράση, αποφεύγοντας έτσι να έρθουν σε επαφή με το συναίσθημά τους. Στην ερωτική τους ζωή, θα αποφεύγουν κάθε απειλητικό πλησίασμα, κρατώντας συχνά μια στάση ψυχρή και χωρίς τρυφερότητα.   
Παραδόξως, και αυτοί που επιζητούν τη συγχώνευση και αυτοί που επιζητούν τη μοναχικότητα θα έχουν την τάση να παντρεύονται, δίνοντας έτσι το εναρκτήριο λάκτισμα για μια μάχη όπου ο καθένας από τους συντρόφους θα έλκεται και θα απωθείται από τον άλλο, μένοντας έτσι και οι δύο ανικανοποίητοι. Στο όραμα που περικλείει τον ιδανικό σύντροφο, ο άλλος υποτίθεται ότι θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις βασικές ανάγκες:

  • για οικειότητα και συναισθηματικό δέσιμο, γι’ αυτόν που αναζητά τη συγχώνευση
  • για ζωτικό χώρο και ελευθερία, γι’ αυτόν που αποζητά τη μοναχικότητα

Όμως η ανικανότητα του συντρόφου μας να ανταποκριθεί σε αυτές τις στοιχειώδεις ανάγκες μάς προκαλεί ένα βαθύ αίσθημα αδυναμίας. Βρισκόμαστε «στριμωγμένοι» ανάμεσα στην επιθυμία μας για τον άλλο, την εξάρτησή μας από εκείνον και τη μνησικακία μας απέναντι στην ανικανότητά του να ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες, οι οποίες μοιάζουν να είναι απαραίτητες για την ευτυχία μας.
Μας είναι συχνά δύσκολο να δεχτούμε την ιδέα ότι αναζητάμε ασυνείδητα εκείνον ή εκείνη που μοιάζει με τους γονείς μας. «Δεν υπάρχει περίπτωση να παντρευτώ ποτέ έναν άντρα που μοιάζει  με τον πατέρα μου!», φωνάζει η Μαργαρίτα. Όποιες κι αν είναι οι συνειδητές μας προθέσεις, μας έλκουν άτομα που έχουν και θετικά και αρνητικά χαρακτηριστικά των γονιών μας και αρκετά συχνά τα αρνητικά στοιχεία είναι εκείνα που επηρεάζουν περισσότερο τις επιλογές μας. Αν επιλέξουμε τον σύντροφό μας με λογικά κριτήρια, θα αναζητήσουμε κάποιον που να αντισταθμίζει τις ανικανότητες των γονιών μας, παρά να τις αναπαράγει. Παρ’ όλα αυτά, η περιοχή του εγκεφάλου που κατευθύνει τη συναισθηματική μας αναζήτηση δεν είναι ο νεοεγκέφαλος (εκείνος που υπαγορεύει τη λογική), αλλά ο παλαιοεγκέφαλος, εγκέφαλος συγκινησιακός. Για κείνον, ό,τι υπήρξε υπάρχει και μας οδηγεί να ξαναπαίζουμε ασταμάτητα τις ανολοκλήρωτες σκηνές του παρελθόντος, με την κρυφή ελπίδα, αυτή τη φορά, να τις ξεπεράσουμε και να επιλύσουμε τις δυσκολίες μας.
Οι γονείς μου καβγάδιζαν ασταμάτητα. Οποιαδήποτε επικοινωνία ήταν αδύνατη. Υπήρχαν μόνο στριγκλιές και ο καθένας τους ύψωνε τον τόνο της φωνής του για να ακουστεί. Ήταν μια κόλαση! Ο πρώτος μου σύντροφος ήταν ήρεμος, αλλά μετά από λίγο καιρό άρχισα να βαριέμαι φρικτά. Ήταν πολύ ήρεμα, ένιωθα ότι δεν είχα δικαίωμα σε κάτι τέτοιο και αισθανόμουν μια τεράστια ενοχή. Τελικά χώρισα, για να «χωθώ» σε μια σχέση όπου ο σύντροφός μου εκφράζεται μόνο με θυμό και φωνές, όπως συνέβαινε και με τους γονείς μου όταν ήμουν παιδί.»
Η ερωτική σχέση είναι κάτι πραγματικά πολύ περίπλοκο!
Επιμένουμε συχνά να αυτοπαγιδευόμαστε, μιας και η ατέρμονη  ανάγκη μας για αγάπη μάς εμποδίζει να επιδείξουμε διορατικότητα. Όσο δεν καταδεικνύουμε τα ασυνείδητα στοιχεία που διέπουν τη συμπεριφορά μας και «προκαλούν παράσιτα» στο παρόν μας, είμαστε καταδικασμένοι να τα επαναλαμβάνουμε. Για να βγούμε από το αδιέξοδο στο οποίο μας αναγκάζουν οι σχέσεις μας να βρεθούμε, πρέπει να μάθουμε να συνδυάζουμε αρμονικά παρελθόν και παρόν, ώστε να διευρύνουμε την έννοια που εμείς δίνουμε στο ζευγάρι και την ερωτική σχέση.
Χρησιμοποιούμενη ως μέσο αλλαγής, η ερωτική σχέση γίνεται ένα μοναδικό πεδίο γενναίας και αυθεντικής παρατήρησης του εαυτού μας και εμβάθυνσης της αυτεπίγνωσης. Το ενδιαφέρον αυτής της αυτο-ανάλυσης έγκειται στο να συνειδητοποιήσουμε τα ελλείμματά μας και τις υπερβολικές προσδοκίες που έχουμε, έτσι ώστε να μπορέσουμε να τα ικανοποιήσουμε πλήρως.
Απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ερωτική σχέση αποτελεί το να είναι κανείς έτοιμος να βιώσει την οικειότητα  με τον εαυτό του. Για να εκφράσει κάποιος πλήρως όλο το συναισθηματικό δυναμικό του, είναι σημαντικό να κατανοήσει ότι η πραγματική μεταμόρφωση περνάει πρώτα απ΄ όλα από τον εαυτό του. Αυτή η σχέση αγάπης με τον εαυτό μας μας κάνει επίσης πιο συμπονετικούς με τον άλλο και οδηγεί σε ορατές αλλαγές. 
Ας προσφέρουμε στον εαυτό μας τον απαραίτητο ζωτικό χώρο για να ανακαλύψουμε τη βαθιά φύση μας και να έρθουμε σε επαφή με το συναίσθημά μας, να ακούσουμε τις επιθυμίες μας και τις αληθινές προσδοκίες μας ή να επιτρέψουμε σε μία καταπιεσμένη ανάγκη να «αναδυθεί». Οι περισσότερες συγκρούσεις στο πλαίσιο μιας σχέσης είναι στην πραγματικότητα εκδραματίσεις** που προκαλούνται για να αποκτήσουμε επαφή με κάποιες από τις καταπιεσμένες ανάγκες μας.    
Με το να αποδεχτούμε το γεγονός ότι ο άλλος δεν είναι σε θέση να θεραπεύσει όλες τις συναισθηματικές μας «πληγές» θα μάθουμε να δείχνουμε περισσότερη καλή προαίρεση και προσοχή. Αυτή η συνειδητοποίηση θα μας επιτρέψει να δεσμευτούμε απόλυτα σε μια σχέση ενηλίκων, η οποία να στηρίζεται σε περισσότερη κατανόηση, σεβασμό και διαύγεια ως προς την έκφραση των αναγκών των δικών μας και του άλλου, εκείνου που μπορούμε να διεκδικήσουμε ή όχι. Θα μας δώσει επίσης τη δυνατότητα να είμαστε σε μεγαλύτερη εγρήγορση και να «βλέπουμε πιο καθαρά» μέσα στη νευρωτική διάσταση των δυνάμεων που διακυβεύονται και απ’ τις δύο πλευρές.
Έτσι, απελευθερωμένοι από το βάρος των προσδοκιών μας, θα είμαστε σε θέση να «χτίσουμε» μια υγιή σχέση με διάρκεια. Δε θα ζητάμε πια το «αδύνατο» από τον σύντροφό μας. Η σχέση θα έχει έτσι πολλές πιθανότητες να γίνει πλούσια και γόνιμη, φορέας όλων των υποσχέσεων μακροπρόθεσμης ευτυχίας.

Michèle Freud (Ψυχοθεραπεύτρια)

_________________________________________

*Σεξολόγος, ψυχίατρος και γυναικολόγος [Σ.τ.Μ]
**Εκδραμάτιση (mise en acte στα γαλλικά): Σύμφωνα με τον Freud, φαινόμενο κατά το οποίο το υποκείμενο, υπό την κυριαρχία των ασυνείδητων φαντασιώσεων και επιθυμιών του, τις βιώνει σαν να ανήκαν στο άμεσο παρόν με μιαν έντονη αίσθηση επικαιρότητας. Η αίσθηση αυτή εντείνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το άτομο παραγνωρίζει την προέλευση και τον επαναληπτικό της χαρακτήρα (Λεξιλόγιο της ΨυχανάλυσηςJ. Laplanche & J.-B. Pontalis) [Σ.τ.Μ.]

Πηγή: www.medicalorama.com
Μετάφραση – Επιμέλεια: Κυριακή Κάσση (Εκπαιδευτικός – Μεταφράστρια)