Μέσα κοινωνικής δικτύωσης: υπάρχει κίνδυνος εθισμού;

Με το Facebook και το Instagram πάντα διαθέσιμα, η ψυχαναγκαστική αναζήτηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποτελεί εθισμό; Από ποιο σημείο και μετά αυτή η εικονική συμπεριφορά μπορεί να γίνει προβληματική; Υπάρχει κίνδυνος να ξεπεράσουμε το όριο του «κάνω like», «κάνω tweet», «αφήνω σχόλιο»; Ο ψυχολόγος και ψυχαναλυτής Michael Stora μας δίνει τη δική του εξήγηση.

Ποστάρισμα φωτογραφίας με το γεύμα μου, σχόλιο πάνω στη δημοσίευση ενός φίλου, tweet της τελευταίας φιλοσοφικής μου σκέψης … Με το smartphone ανά χείρας, συνδεδεμένοι στα αγαπημένα μας κοινωνικά δίκτυα, αυτές είναι κάποιες από τις «συμπεριφορές» που έχουν κατακλύσει την καθημερινότητά μας. Όταν όμως αυτές οι «χειρονομίες» καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής μας, μπορούμε να μιλήσουμε για εθισμό; «Παρατηρούμε ότι κάποια άτομα έχουν μια σχέση ψυχαναγκαστική -για να μην πω υπερβολική- με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Παρ’ όλα αυτά, το να μιλήσουμε για εθισμό με την επιστημονική έννοια του όρου περιπλέκει τα πράγματα», διευκρινίζει ο Michael Stora, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής και ιδρυτής του Παρατηρητηρίου των Ψηφιακών Κόσμων στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Έτσι, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακριβώς όπως και τα βιντεογκέιμς, δε συγκαταλέγονται από την Ιατρική Ακαδημία ή το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (DSM) στις συμπεριφορές που συνιστούν εθισμό.

Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ

Τι μπορεί, λοιπόν, να σημαίνει το γεγονός πως χρησιμοποιώ εμμονικά τα κοινωνικά δίκτυα, οπουδήποτε και να βρίσκομαι, οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας; «Αυτού του τύπου η συμπεριφορά είναι ένα είδος εξάρτησης από τον άλλο», μας εξηγεί ο Michael Stora. «Εν προκειμένω, ο άλλος είναι και ο φίλος που γνωρίζουμε και ο ‘Άλλος’ με την έννοια των followers (=ακολούθων), αυτών που κάνουν «like» και αφήνουν σχόλια. Αυτός ο άλλος είναι πολύ γενναιόδωρος και η παθιασμένη σχέση που μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ μας είναι κάτι σαν ναρκωτικό, όπως είναι άλλωστε κάθε σχέση πάθους», προσθέτει ο ψυχολόγος. Και αυτό που προκαλεί αυτή τη σχέση μεταξύ του χρήστη των social media και του άλλου είναι το ότι η ίδια η λειτουργία των κοινωνικών δικτύων βασίζεται στην αλληλεπίδραση των διαφόρων μελών τους. Αναζητώντας όλο και περισσότερη επικοινωνία, ο χρήστης του διαδικτύου κινδυνεύει να αναπτύξει ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές, από τη στιγμή που εγκλωβίζεται μέσα σε αυτό που δημοσιεύει, διψώντας για «like» και σχόλια. Σε αυτή την περίπτωση, πραγματοποιεί ένα είδος παλινδρόμησης: «Ο ψυχαναγκαστικός χρήστης είναι σαν το παιδί που έχει ανάγκη το βλέμμα της μητέρας του», λέει χαρακτηριστικά ο Michael Stora. Οι έφηβοι και οι νέοι ενήλικες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε αυτού του είδους την επικοινωνία, μιας και «στην ηλικία τους, η αυτοεικόνα τους ‘χτίζεται’ μέσα από το βλέμμα του άλλου», όπως υπογραμμίζει ο ψυχολόγος. Όμως, κάποιος που περνάει μια φάση κάμψης της αυτοεκτίμησής του ή μια λανθάνουσα κατάθλιψη κινδυνεύει να αναπτύξει μια ιδεοληπτική συμπεριφορά σε σχέση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ

Η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης γίνεται πραγματικά προβληματική απ’ τη στιγμή που διακόπτονται όλες οι κοινωνικές επαφές, όταν δηλ. οι χρήστες εγκαταλείπουν το πραγματικό και αφοσιώνονται εξ ολοκλήρου στα κοινωνικά δίκτυα. Σε αυτό το στάδιο, η επαφή τους με αυτά γίνεται εμμονική: είναι συνδεδεμένοι όπου κι αν βρίσκονται, ακόμα και στη δουλειά ή το σχολείο, κάθε στιγμή, ακόμα και όταν ξεκουράζονται: «όταν κοιμούνται με το κινητό κάτω από το μαξιλάρι, τότε όντως υπάρχει πρόβλημα», μας λέει ο Michael Stora.

Αλλά τι κίνδυνο διατρέχουν οι χρήστες του Ίντερνετ που είναι μόνιμα συνδεδεμένοι και κάνουν συνεχή ποσταρίσματα σε αυτά τα δίκτυα; «Υπάρχει ο κίνδυνος αυτά τα άτομα να μην μπορούν να συνέλθουν σε περίπτωση μη επαρκούς ανταπόκρισης. Αν δηλ. ανεβάσουν μια καινούρια φωτογραφία προφίλ και κανείς δεν τους κάνει «like» ή δε σχολιάσει θετικά, κινδυνεύουν να πέσουν σε κατάθλιψη», διαπιστώνει ο Michael Stora. «Σ’ αυτή, όμως, την περίπτωση, πολλοί είναι εκείνοι που αποφασίζουν να διακόψουν από μόνοι τους, αφού η συμμετοχή τους στα κοινωνικά δίκτυα δε λειτουργεί πια όσο καλά ήλπιζαν να λειτουργήσει».

Ένας ακόμη κίνδυνος είναι να ενταθεί μία ήδη υπάρχουσα δυσφορία. «Πρόκειται για κοινή διαπίστωση: όταν δεν είμαστε καλά ψυχολογικά και συνδεόμαστε στο Facebook, τότε συνειδητοποιούμε σε ποιο βαθμό δε νιώθουμε καλά, αφού συγκρίνουμε τη διάθεσή μας με την υπερβολικά θετική διάθεση που επιδεικνύουν οι υπόλοιποι χρήστες», υπογραμμίζει ο ψυχολόγος. Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τον Michael Stora, το Ίντερνετ παίζει έναν αποκαλυπτικό ρόλο και λειτουργεί κάπως σαν μεγεθυντικός φακός.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕΣΩ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ;

Αντίθετα, η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να μας μάθει να ανακαλύπτουμε τον άλλο, να κατανοούμε καλύτερα τις κοινωνικές σχέσεις, κυρίως όσον αφορά τους συνεσταλμένους ή συγκρατημένους εφήβους. «Όταν έχουμε χαμηλή αυτοεκτίμηση και υποτιμούμε τον εαυτό μας, αναζητούμε στα κοινωνικά δίκτυα έναν τρόπο να καλύψουμε αυτό το ναρκισσιστικό πλήγμα», υπογραμμίζει ο Michael Stora. «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας δίνουν την ευκαιρία να αντλήσουμε ευχαρίστηση από το να επιδεικνύουμε τον εαυτό μας. Πολλοί […] πάσχουν από συστολή, αλλά μόλις τολμήσουν να προβάλουν τον εαυτό τους δημόσια και εισπράξουν θετικά σχόλια, επιβεβαιώνουν το δικαίωμά τους να είναι λιγότερο συνεσταλμένοι χάρη στο βλέμμα του άλλου», εξηγεί. Μια απλή «selfie» μπορεί να είναι αρκετή για να μπλοκάρει ορισμένα κόμπλεξ. Ο Michael Stora προσθέτει, επίσης, ότι κάποια άτομα που έχουν εκδηλώσει επιβεβαιωμένα ψυχιατρικά ή αναπτυξιακά συμπτώματα (αυτισμό, διπολική διαταραχή, σχιζοφρένεια) αντιμετωπίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως μέθοδο θεραπείας. Μπορούν με αυτόν τον τρόπο να διατηρήσουν μία επαφή με τον άλλο, προστατευμένοι όμως από το άμεσο βλέμμα του.

Κάποιες φορές, αυτή η ψυχαναγκαστική συμπεριφορά μπορεί να βοηθήσει να έρθουν στο φως πολύ έντονες ευαισθησίες. Σε αυτή την περίπτωση, δε θα πρέπει να διστάσουμε να ζητήσουμε τη βοήθεια ψυχολόγου, έτσι ώστε να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτή τη δυσφορία. «Κάποιες φορές, πίσω από τέτοιου είδους συμπεριφορές, κρύβονται περίεργες αναζητήσεις», αποκαλύπτει ο Michael Stora. Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε την αιτία, πράγμα που προϋποθέτει ότι το άτομο πρέπει να δουλέψει με τον εαυτό του. Γιατί «καθένας έχει την ιστορία του», όπως μας λέει χαρακτηριστικά ο ψυχολόγος.

Σύνταξη κειμένου: Laurene Levy (Δημοσιογράφος)

Πηγή: www.topsante.com

Μετάφραση – Επιμέλεια: Κυριακή Κάσση (Εκπαιδευτικός – Μεταφράστρια)

 

Σχετικά με το παραπάνω θέμα, σας προτείνουμε να δείτε αυτά τα καταπληκτικά βιντεάκια !